κόρυμβος

κόρυμβος
κόρυμβος
Grammatical information: m., pl. (-οι)
Meaning: `uppermost point of a ship' (Ι 241), `top of a mountain' (Hdt., A.), `cluster of the ivy fruit' (Mosch., Corn., Plu.), `hairknot; = κρωβύλος' (Herakleid. Pont.).
Other forms: Also κόρυμνα κόσμος τις γυναικεῖος περιτραχήλιος H.
Compounds: Compp., e. g. κορυμβο-φόρος `bearing fruit' (Longos), δι-κόρυμβος `with two tops' (hell. poetry).
Derivatives: κορύμβη f. `hairknot' (Asios), `hairband' (Antim.). - κορύμβιον `grape' (Dsc.); κορυμβίας (Thphr.), κορύμβηλος (Nic.), κορυμβήθρα (Ps.-Dsc.) `ivy, Hedera helix'; cf. Strömberg Theophrastea 91, Pflanzennamen 53; κορυμβίτης (κισσός) `id.' (medic., Plin., Redard Les noms grecs en -της 73); κορυμβώδης `grape-like' (v. l. Dsc. 3, 24); κορυμβόομαι `be bound together in a hairknot' (Nic. Dam.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To κορυφή (s. v.); Persson Beitr. 2, 584 n. 1.
Page in Frisk: 1,924-925

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόρυμβος — uppermost point masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… …   Dictionary of Greek

  • κορύμβοις — κόρυμβος uppermost point masc dat pl κόρυμβος uppermost point neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύμβων — κόρυμβος uppermost point masc gen pl κόρυμβος uppermost point neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύμβου — κόρυμβος uppermost point masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύμβους — κόρυμβος uppermost point masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύμβῳ — κόρυμβος uppermost point masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβα — κόρυμβος uppermost point neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβοι — κόρυμβος uppermost point masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυμβον — κόρυμβος uppermost point masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξιανθία — Σύνολο ανθών, που είναι ενωμένα και διατεταγμένα κατά διάφορο τρόπο για κάθε είδος φυτού. Η τ. είναι χαρακτηριστική για καθένα από τα είδη αυτά. Κάθε τ. φέρεται από ένα μίσχο που συνεχίζεται στον κύριο άξονά της, επάνω στον οποίο προσφύονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”